- μεσιτικά
- ταη αμοιβή που παίρνει ο μεσίτης, η μεσιτεία: Πόσα θα πληρώσουμε για μεσιτικά;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
μεσιτικός — ή, όν (Μ μεσιτικός, ή, όν) [μεσίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσίτη ή στη μεσιτεία («μεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσιτικά η αμοιβή που δίδεται σε αυτόν που μεσολάβησε για την εκτέλεση μιας εμπορικής… … Dictionary of Greek
προξενητικός — ή, όν, ΜΑ [προξενῶ] μσν. 1. εκείνος στον οποίον οφείλεται η επαφή, η σύνδεση με κάποιον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προξενητικά η αμοιβή τού προξενητή, τα μεσιτικά αρχ. αυτός που προξενεί, που προκαλεί κάτι («φόνου προξενητικός») … Dictionary of Greek
μεσιτεία — η 1. μεσολάβηση ανάμεσα σε δύο μέρη για το κλείσιμο μιας συμφωνίας, συμβιβασμού ή συμφιλίωσης: Δεν πρόκειται να συμφωνήσουν χωρίς μεσιτεία. 2. η αμοιβή που παίρνει ο μεσίτης, τα μεσιτικά: Πλήρωσαν πολλά για μεσιτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)